- ξετιμώ
- ξετίμησα1. καθορίζω την τιμή πράγματος: Ο πραγματογνώμονας ξετίμησε τη ζημιά του αυτοκίνητου.2. εκτιμώ, θεωρώ κάποιον άξιο τιμής: Τον ξετίμησε πολύ ο εργοδότης του για τη δουλειά που έκανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.